-
1 βρεχω
1) мочить, увлажнять(τι Arst.)
οὑ τὸ γόνυ βρέχων Her., Xen. — не замочив колен, т.е. вброд;ἱδρῶτι β. τέν ψυχήν Plat. — обливаться потом2) pass. (тж. β. ἑαυτόν Arst.) мокнуть, быть мокрым, влажным(πρὸς τὸν ὀμφαλόν Xen.; γῆ βρεχομένη и βεβρεγμένη Arst.; ἔριον βεβρεγμένον γάλακτι Plut.)
μέθῃ βρεχθείς Eur. — сильно опьяненный3) мочить дождем, насылать дождь(ἐπὴ δικαίους καὴ ἀδίκους NT.)
; pass. мокнуть от дождя(οὔτε νίφεσθαι οὔτε βρέχεσθαι Polyb.)
4) перен. наводнять, заливать, осыпать(χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν Pind.)
ἀκτῖσι βεβρεγμένος Pind. — залитый лучами5) ( о дожде) идти(ὑετὸς βρέχει NT.)
βρέχει impers. NT. — идет дождь
См. также в других словарях:
υετός — ο / ὑετός, ΝΜΑ η βροχή νεοελλ. 1. (μετεωρ.) το σύνολο τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, εκτός τών νεφών 2. φρ. «ημέρα υετού» (μετεωρ.) ημέρα κατά την οποία παρατηρούνται ένα ή περισσότερα φαινόμενα υετού αρχ. (κυρίως) ραγδαία, ορμητική και… … Dictionary of Greek
ύω — Α 1. ρίχνω βροχή, βρέχω («ὗε δ ἄρα Ζεὺς συνεχές», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ εν. ως απρόσ.) ὕει βρέχει («ἑπτὰ δὲ ἐτέων μετὰ ταῡτα οὐκ ὗε τὴν Θηρήν», Ηρόδ.) 3. (συν. με σύστοιχο αντικ.) ρίχνω σαν βροχή («βατράχους... ὗσεν ὁ θεός», Αθήν.) 4. μέσ. ὕομαι… … Dictionary of Greek
κοπετός — ο (ΑM κοπετός) γοερός θρήνος που συνοδεύεται συνήθως από δαρμούς τού στήθους («συνεκόμισαν δὲ τὸν Στέφανον ἄνδρες εὐλαβεῑς καὶ ἐποίησαν κοπετὸν μέγαν ἐπ αὐτῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω, κατά το σχήμα ὕει «βρέχει»: ὑετός] … Dictionary of Greek
υακίζει — Α (κατά τον Ησύχ.) «οἱ εἰς τὰ αὐχένια βρέχει ἢ ὑετίζει ἢ ὕει». [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί ὑετίζει (< ὑετός), κατ επίδραση τού ρ. οἰακίζω (< οἴαξ), πρβλ. και τον βοιωτ. τ. ὕαξ, αντί τού οἵαξ, ακος «πηδάλιο»] … Dictionary of Greek